- εἰςέρχομαι
- εἰς-έρχομαι, fut. ἐσελεύσομαι, aor. 2 εἰσῆλθον, ἐσήλυθον: come or go into, enter; metaph., μένος ἄνδρας εἰσέρχεται, πείνη δῆμον, Od. 15.407.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.